- σιγουρεύω
- Ν [σίγουρος]1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, σταθεροποιώ, εξασφαλίζω, διασφαλίζω («καλό είναι να σιγουρέψεις τα χρήματα σου βάζοντάς τα στην τράπεζα»)2. χαμηλώνω, χαλαρώνω τα πανιά ή τα σχοινιά πλοίου, σιγουράρω3. μέσ. σιγουρεύομαια) (για πρόσ.) βεβαιώνομαι («μόνον όταν τό δω με τα μάτια μου θα σιγουρευτώ»)β) (για πράγμ.) γίνομαι σίγουρος, σταθερός, καθίσταμαι ασφαλής, διασφαλίζομαι, κατοχυρώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.