σιγουρεύω

σιγουρεύω
Ν [σίγουρος]
1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, σταθεροποιώ, εξασφαλίζω, διασφαλίζω («καλό είναι να σιγουρέψεις τα χρήματα σου βάζοντάς τα στην τράπεζα»)
2. χαμηλώνω, χαλαρώνω τα πανιά ή τα σχοινιά πλοίου, σιγουράρω
3. μέσ. σιγουρεύομαι
α) (για πρόσ.) βεβαιώνομαι («μόνον όταν τό δω με τα μάτια μου θα σιγουρευτώ»)
β) (για πράγμ.) γίνομαι σίγουρος, σταθερός, καθίσταμαι ασφαλής, διασφαλίζομαι, κατοχυρώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιγουρεύω — σιγουρεύω, σιγούρεψα βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: σιγουρεύω, σιγουρεύομαι : στην παθητική φωνή διαφοροποιείται η σημασία. Το σιγουρεύω σημαίνει → κάνω κάτι σίγουρο, σταθερό, ασφαλές, ενώ το σιγουρεύομαι → βεβαιώνομαι για κάτι. Ο τύπος σιγουράρω που… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σιγούρεμα — το, Ν [σιγουρεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγουρεύω, επίτευξη σταθερότητας, ασφάλειας, εξασφάλιση, σιγουριά 2. απόκτηση βεβαιότητας για κάτι …   Dictionary of Greek

  • σιγουρεύομαι — σιγουρεύομαι, σιγουρεύτηκα βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: σιγουρεύω, σιγουρεύομαι : στην παθητική φωνή διαφοροποιείται η σημασία. Το σιγουρεύω σημαίνει → κάνω κάτι σίγουρο, σταθερό, ασφαλές, ενώ το σιγουρεύομαι → βεβαιώνομαι για κάτι. Ο τύπος σιγουράρω… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σιγουριάζω — Ν [σιγουριά] σιγουρεύω …   Dictionary of Greek

  • sigur — SÍGUR, Ă, (I) siguri, e, adj., (II) adv. I. adj. 1. De a cărui realitate sau realizare nu se poate îndoi nimeni; neîndoielnic. 2. Convins, încredinţat. ♢ expr. A fi sigur (de ceva sau de cineva) = a avea deplină încredere (în ceva sau în cineva) …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”